χαμαίδρυον — τὸ, Μ βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς, κατά τα ουδ. σε ον] … Dictionary of Greek
χαμαίδρωψ — ωπος, ὁ, Α χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς] … Dictionary of Greek
χαμαιδρυά — η, Ν βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς, κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek
χαμαιδρυάς — άδος, ἡ, Α βοτ. χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίδρυς + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] … Dictionary of Greek
χαμοδρυά — η, Ν βοτ. η χαμαίδρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τού χαμαίδρυς] … Dictionary of Greek
camedrio — (Del gr. khamaidryos, encina enana.) ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta de tallos duros y vellosos, con hojas verde oscuro pequeñas y flores color púrpura. SINÓNIMO [carrasquilla] * * * camedrio o camedris (del gr. «chamaídryos», genitivo de… … Enciclopedia Universal
λινόδρυς — λινόδρυς, υος, ἡ (Α) η χαμαίδρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δρῦς (πρβλ. μελάν δρυς, χαμαί δρυς] … Dictionary of Greek
τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμέτρυς — υος, ἡ, ΜΑ βλ. χαμαίδρυς … Dictionary of Greek